- εναίσιος
- ἐναίσιος, -ον (Α)εναίσιμος1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.)2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.)3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος («ὑβρισμοὺς οὐκ ἐναισίους», Αισχ.).
Dictionary of Greek. 2013.